θυρηβόλιον

θυρηβόλιον
θυρηβόλιον, τὸ (Α)
έπαυλη, αγροικία, εξοχική κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρη-βόλιον, κεραυνο-βόλιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”